Το ψωμί - Τραγούδια με αναφορές στο ψωμί

Τραγούδια με αναφορές στο ψωμί



ΚΑΙΣΑΡΙΑΝΗ
Κι όλα μοιάζαν ουρανός
και ψωμί σπιτίσιο
όλα μοιάζαν ουρανός
και γλυκό γλυκό ψωμί.
Μουσική: Σταύρος Ξαρχάκος/Στίχοι: Λευτέρης Παπαδόπουλος
Τραγούδι: Γρηγόρης Μπιθικώτσης


ΑΠΟΝΗ ΖΩΗ
Άπονη ζωή
δεν θέλαμε παλάτια κι αστέρια
να μας χάριζες.
Μια μπουκιά ψωμί
για μας τα ορφανά περιστέρια
ας χαλάλιζες.
Μουσική: Σταύρος Ξαρχάκος/ Στίχοι: Λευτέρης Παπαδόπουλος
Τραγούδι: Γρηγόρης Μπιθικώτσης


ΖΕΪΜΠΕΚΙΚΟ
Σ’ αυτό τον τόπο όσοι αγαπούνε
τρώνε βρώμικο ψωμί } 2
κι οι πόθοι τους ακολουθούνε
υπόγεια διαδρομή.
Μουσική: Διονύσης Σαββόπουλος/Στίχοι: Διονύσης Σαββόπουλος
Τραγούδι: Σωτηρία Μπέλου, Διονύσης Σαββόπουλος


ΤΟ ΨΩΜΙ ΤΗΣ ΞΕΝΙΤΙΑΣ
Το ψωμί της ξενιτιάς είναι πικρό,
το νερό της θολό και το στρώμα σκληρό.
Τα λεφτά που αποχτάς, τα βλαστημάς
υποφέρεις, πονάς, την πατρίδα ζητάς.

Κλέφτρα ξενιτιά, τα παλικάρια κλέβεις
μάγισσα κακιά, με τα λεφτά μαγεύεις
πάντα μ’ απονιά, χωρίζεις μάνες και παιδιά.
Κάνε, Παναγιά, η ξενιτιά να πάψει
κι άλλη μάνα πια για χωρισμό μην κλάψει
κι όλα τα παιδιά στο σπίτι τους να ‘ρθουν ξανά.

Το ψωμί της ξενιτιάς είναι ξερό
και με δάκρυ πικρό το ‘χω βρέξει κι εγώ.
Πιο καλά στο φτωχικό ψωμί κι ελιά
παρά χίλια καλά στη σκληρή ξενιτιά.
Μουσική: Γιάννης Βασιλόπουλος/Στίχοι: Νίκος Πετρίδης
Τραγούδι: Στέλιος Καζαντζίδης


ΜΗ ΜΙΛΑΣ ΑΛΛΟ ΓΙ’ ΑΓΑΠΗ
Μια η άνοιξη,
ένα το σύννεφο, χρυσή βροχή,
βροχή που χόρευε
σε κάμπο ώριμο ως το πρωί.
Σαν στάχυα έριξες
πάνω στους ώμους σου χρυσά μαλλιά.
Σαν στάχυ χόρεψες,
σαν στάχυα αμέτρητα ήταν τα φιλιά.
Στίχοι , Μουσική :Διονύσης Σαββόπουλος

ΆΝΘΡΩΠΟΙ ΜΟΝΑΧΟΙ
Υπάρχουν άνθρωποι που ζουν μονάχοι
σαν το ξεχασμένο στάχυ
ο κόσμος γύρω άδειος κάμπος
κι αυτοί στης μοναξιάς το θάμπος
σαν το ξεχασμένο στάχυ
άνθρωποι μονάχοι
Στίχοι: Γιάννης Καλαμίτσης , Μουσική: Γιάννης Σπανός
Τραγούδι : Β. Μοσχολιού


ΤΟ ΨΩΜΙ ΕΙΝΑΙ ΣΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ
Το ψωμί είναι στο τραπέζι
το νερό είναι στο σταμνί
το σταμνί στο σκαλοπάτι
δώσε του ληστή να πιει

Το ψωμί είναι στο τραπέζι
το νερό είναι στο σταμνί
το σταμνί στο σκαλοπάτι
δώσε του Χριστού να πιει

Δώσε μάνα του διαβάτη
του Χριστού και του ληστή
δώσε μάνα να χορτάσει
δωσ’ του αγάπη μου να πιει
Στίχοι: Ιακ. Καμπανέλης, Μουσική : Μ.Θεοδωράκης
Τραγούδι: Γ. Πουλόπουλος

ΓΙΑ ΕΝΑ ΚΟΜΜΑΤΙ ΨΩΜΙ
Για ένα κομμάτι ψωμί,
δε φτάνει μόνο η δουλειά.
Για ένα κομμάτι ψωμί,
πρέπει να δώσεις πολλά.

Δεν φτάνει μόνο το μυαλό σου,
δε φτάνει μόνο το κορμί σου.
Το πιο σπουδαίο είν’ η ψυχή σου, δικέ μου.
Έχει τους νόμους τους αυτή η ιστορία,
δεν φτάνει μόνο η δουλειά.

Θα σου κρεμάσουνε μια μπάλα
και θα τραβιέσαι μ’ αυτήν μέρα νύχτα.
Έχεις κανάλι πολύ να τραβήξεις,
μέχρι να πάψεις να λες "μα τι τρέχει;"
Έχει τους νόμους της αυτή η ιστορία,
δεν φτάνει μόνο η δουλειά.

Για ένα κομμάτι ψωμί,
δεν φτάνει μόνο η δουλειά.
Για ένα κομμάτι ψωμί,
θα πιεις φαρμάκια πολλά.

Θα σε πετάνε από δω κι από κει
θα λαχανιάζει η ψυχή σου.
Θα φτύσεις αίμα απ’ το στόμα, δικέ μου.
Έχει τους νόμους της αυτή η ιστορία,
δεν φτάνει μόνο η δουλειά.

Για ένα κομμάτι ψωμί,
θα `χεις ξεχάσει πολλά

Για ένα κομμάτι ψωμί,
θα `χεις πληρώσει ακριβά.

Και κάποια μέρα θα σε λύσουν,
μα θα φοβάσαι να φύγεις, θα τρέμεις.
Θα σε κλωτσάνε και θα σ’ αρέσει, δικέ μου.
Σαν το σκυλί τους θα σ’ έχουν, δικέ μου,
μα δε θα έχεις ψυχή να το νιώσεις,
θα είναι για σένα αργά.
Στίχοι, μουσική: Χάρης και Πάνος Κατσιμίχας


ΤΟ ΨΩΜΙ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΓΛΥΚΟ      
Τον πρώτο χρόνο φάμπρικα
τον άλλον στα ψυγεία
χωρίς να θέλω βρέθηκα
μες στα μηχανουργεία

Μα το ψωμί μου είναι γλυκό
και το κρασί ζαλίζει
τώρα που έμαθα κι εγώ
η ρόδα πως γυρίζει

Την πρώτη μέρα γέλασες
την άλλη μου μιλούσες
χωρίς να ξέρω έπαιρνα
το δρόμο που γυρνούσες
Στίχοι:   Μάνος Ελευθερίου, Μουσική:   Μίκης Θεοδωράκης
Τραγούδι:Αντ. Καλογιάννης





ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
-Εύη Βουτσινά,  «Το ψωμί» ,Καστανιώτης ,2000.
-Α.Σ. Μπαϊκάμης, "Γαμήλια έθιμα της Ίμβρου", Γ΄ Συμπόσιο Λαογραφίας του Βορειοελλαδικού Χώρου, Θεσσαλονίκη (ΙΜΧΑ): 515-516, 1979.
-Χρηστάκης  Λεων., «Το ψωμί στην ελληνική ποίηση», Δελφίνι, 1993.
-Μάρκαρη  Πέτρου, «Ψωμί, παιδεία, ελευθερία», αστυνομικό μυθιστόρημα, εκδ. Γαβριηλίδη, 2012.
- Σβορώνου Ελένη, «Από το στάρι στο ψωμί», Ερευνητές ,2010
-Δευτεραίου  Αγγ. , «Το ψωμί στα έθιμα των Ελλήνων»
-Κακουλές Φαίδων , «Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός» , Παπαζήσης


          
                                                         Νικόλαος Γύζης – Ψωμιά



Το ψωμί - Το ψωμί στην Λογοτεχνία μας

  ΤΟ ΨΩΜΙ ΣΤΗΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΜΑΣ  (ενδεικτικά αποσπάσματα)


                 Θεόκριτου ειδύλλια
Δήμητρα συ χιλιόκαρπη, τούτο μου το χωράφι
κάνε το καλοδούλευτο και πολυκαρποφόρο.
Σφίγγετε τα δεμάτια σας να μην τα 'δούν διαβάτες
και πουν: εργάτες είν' αυτοί; κρίμα στο 'μεροδούλι.
Ας βλέπουν πίσω οι θημωνιές ή στο βοριά ή στη δύση.
Έτσι μονάχα θα μπορούν τα στάχυα να φουσκώνουν.
Όσοι αλωνίζουν, μη ζητούν ύπνο το μεσημέρι
αυτή την ώρα τρίβονται σαν άχυρα τα στάχυα.
Όταν ξυπνά ο κορυδαλλός αρχίσετε το θέρος
και πάψετε όταν κοιμηθή στο κάμμα αναπαυθήτε.
Καλότυχος ο βάτραχος με τη ζωή που κάνει,
μηδέ φροντίζει για νερό, γιατί παντού το βρίσκει.
Βράσε καλλίτερα φακή φιλάργυρ' επιστάτη,
μη κόβοντας το κύμινο κόψης το δάχτυλό σου.
Τέτοια τραγούδια, θεριστή, πρέπουν στους θεριστάδες
κι όσο για την αγάπη σου, που κατατυραγνά σε,
τραγούδα την στη μάννα σου ταχυά μόλις ξυπνήση.
                                                                  (Μετάφραση I. Πολέμη)


Tο δημοτικό δίστιχο περιγράφει τον τρόπο που ετοίμαζαν, σύμφωνα με το έθιμο, το ψωμί του γάμου:
               «Ανάχλιο, ανάχλιο το νερό κι αφράτο το προζύμι
                 κόρη ξανθή τ' ανάπιανε με μάνα και πατέρα.»

    Tο ψωμί το συναντάμε συχνότερα στην παλαιότερη λογοτεχνία, που ήταν κοντά σε μορφές οργάνωσης της οικονομικής και κοινωνικής ζωής, όπου τα περισσότερα προϊόντα διατροφής, ένδυσης κ.λπ. ήταν υποχρεωμένη να τα παράγει η οικογένεια.  Οι λογοτέχνες που είχαν δικά τους σχετικά βιώματα, άγνωστα σχεδόν σήμερα, τα εκφράζουν με μια διάθεση νοσταλγική.

   O Γεώργιος Δροσίνης (1859-1951) στο παρακάτω ποίημα περιγράφει τα διάφορα στάδια προετοιμασίας και απόλαυσης του ψωμιού και τη σύνδεσή του με τη Θεία Κοινωνία:
   Το Ψωμί
Καλόδεχτο το φόρτωμα, που θα ‘ρθει από το μύλο,
πρωτόσταλτο, προτάλεστο, πρώτη χαρά της σκάφης.

 Ζυμώνουν τ’ ανασκουμπωτά της πρωτονύφης χέρια
και πλάθουν τα πρωτόπλαστα ψωμιά με τις παλάμες
μεσ’ στην καλοπελεκητή πινακωτή – προικιό της.
Το φούρνο καίει, τεχνίτισσα στο φούρνο, η γριά κυρούλα
ξανανιωμένη, αφήνοντας τη συντροφιά της ρόκας.

 Ω, βραδινό συμμάζεμα στο σπιτικό κατώφλι,
καρτέρεμα ανυπόμονο του πυρωμένου φούρνου!
κι ω μέθυσμα απ’ τη μυρωδιά πρώτου ψωμιού, που αχνίζει
κομμένο από το γέροντα παππού χωρίς μαχαίρι
και μοιρασμένο στα παιδιά, στις νύφες και στ’ αγγόνια!

 Και συ, θυσία των ταπεινών στη θεία καλοσύνη,
σημαδεμένο ανάμεσα με του σταυρού τη βούλα,
καλοπλασμένο πρόσφορο, της Εκκλησιάς μεράδι,
που θα κοπείς την Κυριακή μεσ’ στ’ αργυρό αρτοφόρι
και στ’ άγιο δισκοπότηρο με το κρασί θα σμίξεις!

                                                                              Γεώργιος Δροσίνης



      Αλλά και ο νεότερος ποιητής, ο Mίλτος Σαχτούρης (γενν. 1919), στο ομότιτλο ποίημά του, με τολμηρές εικόνες και μεταφορές, απεικονίζει το ψωμί ως μάννα εξ ουρανού να το μοιράζουν στον κόσμο δύο μικρά παιδιά - άγγελοι μαζί με φέτες από τον ουρανό, για τις οποίες οι άνθρωποι δείχνουν μεγαλύτερη προτίμηση:

      Το ψωμί
'Ένα τεράστιο καρβέλι, μια πελώρια φραντζόλα ζεστό.
ψωμί, είχε πέσει στο δρόμο από τον ουρανό'
ένα παιδί με πράσινο κοντό βρακάκι και με μαχαίρι
έκοβε και μοίραζε στον κόσμο γύρω,
όμως και μια μικρή, ένας μικρός άσπρος άγγελος, κι αυτή
μ' ένα μαχαίρι έκοβε και μοίραζε
κομμάτια γνήσιο ουρανό
κι όλοι τώρα τρέχαν σ' αυτή, λίγοι πηγαίναν στο ψωμί,
όλοι τρέχανε στον μικρόν άγγελο που μοίραζε ουρανό!
Ας μην το κρύβουμε.
Διψάμε για ουρανό.

σε αρκετά του ποιήματα έρχονται οι άγγελοι ή μια ζητιάνα να δώσουν ψωμί από τον ουρανό, π.χ.                 
                «είναι όλοι τους δακρυσμένοι
                όμως κοιτάζουν τις ουράνιες ρεκλάμες
                και μια ζητιάνα που πουλάει τσουρέκια
                 στον ουρανό» (Τα Δώρα, σελ. 44).


         Oι εορταστικές λιχουδιές
    Eκτός, όμως, από το ψωμί, είναι και τα διάφορα αρτοσκευάσματα ή αρτοποιήματα,        όπως τα ονομάζουν σήμερα οι αρτοποιοί -χριστόψωμα, κουλούρες, λουκουμάδες, τηγανίτες ή λαλαγγίτες κ.τ.λ.- που τα παρασκευάζουν με μεγάλη φροντίδα οι νοικοκυρές στις γιορτές.
       Ας δούμε δύο σχετικά αποσπάσματα από ένα χριστουγεννιάτικο διήγημα («H Nτελησυφέρω») του Αλέξ. Παπαδιαμάντη (1851-1911):

     Λοκμάδες και τηγανίτες
 ΄ Eξω, εις τα στενά σοκάκια του βορείου υψηλού χωρίου, ολίγον είχε πιάσει το χιόνι, εμαίνετο ο βορράς. O Nταραδήμος  είχεν ανάψει το φαναράκι του, ο καπετάν Kονόμος  τον ηκολούθει μακρόθεν.
- Kαρτέρει κ' εμένα, Δήμο, να μ' φέξης λιγάκι.
Oπισθεν του γερο-Kονόμου ήρχετο η Xρήσταινα η Nτελησυφέρω με τον έγγονόν της.
- Kαλή χρονιά γείτονα, βοήθειά μας ο Xριστός!
- Kαλή ψυχή, γειτόνισσα!
Eπροχώρησαν ομού ολίγα βήματα.΄ Eφθασαν εις την αυλήν της οικίας του γερο-Kονόμου.
- ΄Eρχεσαι να κάμουμε μια δουλειά, Δήμο; λέγει ούτος. Eσένα η γριά σ' βαριέται, δεν θα σόχη ζεστασιά. Eμένα η Kονόμισσα θα μόχη κάτι τι. Ανεβαίνεις; Eγώ δεν έχω ύπνο.
- Kαλά, θα σας στείλω κ' εγώ τηγανίτες αλειψές, είπεν η Nτελησυφέρω.
- Mετά χαράς θα τις δεχτούμε, γειτόνισσα.
     Ανέβησαν οι δύο εις το αρχοντικόν του γερο-Kονόμου. Eστρώθησαν εις τα πλούσια μεντέρια, σιμά εις το παφλάζον πυρ της εστίας· τα φουσκάκια (ή τους λοκμάδες) τα είχε έτοιμα η γερόντισσα. Tο φαγί το είχε κατεβασμένο, και δεν είχε ρίψει το ρύζι διά την σούπαν, πριν έλθη ο γέρος να της πη. Mετά δέκα λεπτά έφθασεν η Nτελησυφέρω, φέρουσα και τηγανίτες. Φαίνεται θα τις είχεν έτοιμες η χήρα, η νύφη της. Mετ' ολίγον ήλθε κι ο παπα-Mανωλής, όστις τώρα μόλις ετελείωσεν από την εκκλησίαν, ακολουθούμενος από τον υιόν του Αλέκον, τον οποίον συνώδευε και ο άλλος Αλέκος.
Eρρίφθησαν εις τα φουσκάκια. O Αλέκος του παπά εδάγκανεν έν, εκαίετο και το εφύσα. O άλλος ο συνονόματός του, έτρωγεν ανά δύο-δύο, χωρίς να καίεται.

       Oι κοκώνες
http://news.kathimerini.gr/Kathnews/images/dot_clear.gif
       Mετά ταύτα η μήτηρ ήρχισε να ζυμώνη  και έπλασεν αρκετές κουλούρες μετ' αυγών διά τον σύζυγον, επιδημούντα τότε, διά την πενθεράν της, δι' εαυτήν, διά τες κουμπάρες, ως και μικρές «κοκώνες» διά την Mόρφω, διά τον Eυαγγελινόν, διά τ' αναδεξίμια της και διά τα πτωχά παιδιά της γειτονιάς.
       K' επειδή ο μικρός Eυαγγελινός έκλαιε, λέγων ότι δεν είναι αρκετά μεγάλη η κοκώνα του, η μήτηρ τού έδιδεν άλλην να εκλέξη, αλλ' αυτός δεν ημέρωνεν ούτε ήθελε να ταιριασθή. Tο βέβαιον είναι ότι τας ήθελεν όλας διά τον εαυτόν του.

        
        Αλλού το ψωμί  γίνεται φαρμάκι  και δηλητηριάζει το γιο της κακιάς πεθεράς που ήθελε να φαρμακώσει τη στείρα νύφη της  στο  «Χριστόψωμο» του Παπαδιαμάντη:

    […] Περ τν σπέραν τς παραμονς τν Χριστουγέννων νεμος μετριάσθη λίγον, λλ᾿ οχ ττον ξηκολούθει ν πνέ. Τ μεσονύκτιον πάλιν δυνάμωσε.
     Τιν
ς ναυτικο ν τ γορ στοιχημάτιζον, τι, φο κατέπεσεν Βορρς, καπετν Καντάκης θ φθανε περ τ μεσονύκτιον. σύζυγός του μως δν το κε ν τος κούση κα δν τν περίμενεν. Ατη δέχθη μόνο περ τν σπέραν τν πίσκεψιν τς πενθερς της, συνήθως φιλόφρονος κα μηδιώσης, τις τ εχήθ τ παραίτητον «καλ δέξιμο», κα δι χιλιοστν φορ τ στερεότυπον «μ᾿ ναν καλ γυιό».
      Κα
ο μόνον, τοτο, λλ τ προσέφερε κα ν χριστόψωμο. 
 -Τ
ζύμωσα μοναχή μου, επεν θει Καντάκαινα, μ γει ν τ φς.
- Θ
τ φυλάξω ς τ Φτα, δι ν᾿ γιασθ, παρετήρησεν νύμφη.
-
χι, χι, επε μετ᾿ λλοκότου σπουδς γραα, τ δικό της φυλάει κάθε μι νοικοκυρ δι τ Φτα, τ πεσκέσι τρώγεται.
- Καλά,
πήντησεν ρέμα Διαλεχτή, το λόγου σου ξέρεις καλλίτερα. 
     
Διαλεχτ το γαθωτάτης ψυχς νέα, οδέποτε δύνατο ν φαντασθ ν ποπτεύσ κακό τι.
«Π
ς τπαθε πεθερά μου κα μο φερε χριστόψωμο», επε μόνον καθ᾿ αυτήν, κα φο πλθεν γραα κλείσθη ες τν οκίαν της κα κοιμήθη μετ τίνος δεκαετος παιδίσκης γειτονοπούλας, τις τ κανε συντροφίαν, σάκις λειπεν σύζυγός της. Διαλεχτ κοιμήθη πολ νωρίς, διότι σκοπν εχε ν πάγ ες τν κκλησίαν περ τ μεσονύκτιον. νας δ το γίου Νικολάου μόλις πεχε πεντήκοντα βήματα π τς οκίας της.[…]

       […]  - Πς δν φρόντισες ν μαγειρεύσης τίποτε; επε γογγύζων ναυτικός.
- Δν σ᾿ περίμενα πόψε, πήντησε μετ ταπεινότητος Διαλεχτή. Κρέας πρα. Θέλεις ν σο ψήσω πριζόλα;
- Βάλε, στ κάρβουνα, κα πήγαινε σ στν κκλησιά σου, επεν καπετν Καντάκης. Θ λθω κι γ σ λίγο.
     Διαλεχτ θεσε τ κρέας π τς νθρακις, τις σχηματίσθη δη, κα τοιμάζετο ν πακούση ες τν διαταγν το συζύγου της, τις το κα δική της πιθυμία, διότι θελε ν κοινωνήση. Σημειωτέον τι τν φράσιν «πήγαινε σ στν κκλησιά σου» βαψεν Καντάκης δι στρυφνς χροις.
- μάννα μου δ θ τμαθε βέβαια τι λθα, παρετήρησεν αθις Καντάκης.
- κείνη εναι στν νορία της, πήντησεν Διαλεχτή. Θέλεις ν τς παραγγείλω;
- Παράγγειλέ της ν λθ τ πρωί.
 
Διαλεχτ ξλθεν. Καντάκης τν νεκάλεσεν αφνης.
- Μ τώρα εναι τρόπος ν πς σ στν κκλησιά, κα ν μ φήσεις μόνον;
- Ν μεταλάβω κι ρχομαι, πήντησεν γυνή.
 
   Καντάκης δν τόλμησε ν᾿ ντείπ τι, διότι πάντησις θ το βλασφημία. Οχ ττον μως τν βλασφημίαν νδιαθέτως τν πρόφερεν.
   Διαλεχτ φρόντισε ν στείλη γγελιοφόρον πρς τν πενθεράν της, να δωδεκαετ παδα τς ατς κείνης γειτονικς οκογενείας, ς θυγάτηρ κοιμήθη φ᾿ σπέρας πλησίον της, κα πέστρεψεν ες τν ναόν.
    Καντάκης, στις πείνα τρομερά, ρχισε ν καταβροχθίζ τν πριζόλαν. Καθήμενος κλαδν παρ τν στίαν, βαρύνετο ν σηκωθ κα ν᾿ νοίξη τ ρμάρι δι ν λάβη ρτον, λλ᾿ ριστερόθεν ατο περάνω τς στίας π μικρο σανιδώματος ερίσκετο τ Χριστόψωμον κενο, τ δρον τς μητρός του πρς τν νύμφην ατς. Τ φθασε κα τ φαγεν λόκληρον σχεδν μετ το πτο κρέατος.
     Περ τν αγήν, Διαλεχτ πέστρεψεν κ το ναο, λλ᾿ ερε τν πενθεράν της περιβάλλουσαν δι τς λένης τ μέτωπον το υο ατς κα γοερς θρηνοσαν.
λθοσα ατη πρ λίγων στιγμν τν ερε κοκκαλωμένον κα πνουν. πάρασα τος φθαλμούς, παρετήρησε τν πουσίαν το Χριστοψώμου π το σανιδώματος τς στίας, κα μέσως νόησε τ πάντα. Καντάκης φαγε τ φαρμακωμένο χριστόψωμο, τ ποον γραα στρίγλα εχε παρασκευάσει δι τν νύμφην της.
   ατρο πιστήμονες δν πρχον ν τ μικρ νήσ· οδεμία νεκροψία νεργήθη. νομίσθη, τι θάνατος προλθεν κ παγώματος συνεπεί το ναυαγίου. Μόνη γραα Καντάκαινα ξευρε τ ατιον το θανάτου. Σημειωτέον, τι γραα, συναισθανθεσα κα ατ τ γκλημά της, δν μέμφθη τν νύμφην της. λλ τοναντίον τν περήσπισε κατ τς κακολογίας λλων.
ν ζησε κα λλα κατόπιν Χριστούγεννα, στοργος πενθερ κα κουσία παιδοκτόνος, δ θ το πολ ετυχς ες τ γρας της

     H στέρηση του ψωμιού
    Tο ψωμί όταν το στερηθούμε μας φαίνεται πιο γλυκό. O Πτωχοπρόδρομος (12ος μ.X. αι.) διεκτραγωδεί την κατάσταση του πεινασμένου γένους των δασκάλων, που λέει το «ψωμί ψωμάκι»:
«Kαι έμαθον τα γραμματικά μετά πολλού του κόπου.
Αφ' ου δε τάχα γέγονα γραμματικός τεχνίτης,
επιθυμώ και το ψωμίν και του ψωμιού την μάνναν»

    Zυμωμένο με μέλι φάνηκε το ψωμί στον μικρό Xρίστο Xριστοβασίλη (1855-1937), που ζητούσε επίμονα από τη μάνα του την Kαθαρή Δευτέρα προσφάγι, κι αυτή, για να τον ξεγελάσει, τον έστειλε να βρει αβγά πέρδικας!

- Tι μόγινες σήμερα, μονάκριβέ μου;
- Eίχαμε πάει για περδικάβγα με το Γιαννάκη.
- Xαλασιά μου και φουρτούνα μου, παιδάκι μου, τι πήγα να σου κάνω σήμερα η στρίγγλα εγώ!
Eίχαμε μπει πλεια στην αυλή του σπιτιού μας.
- Ψωμί! Ψωμί! φώναξα μ' αδυνατισμένη φωνή.
- Ψωμί, μωρή! Φώναξε κι η μάνα μου στην αδερφή μου. Ψωμί! γλήγορα, γιατί μας λιγώθηκε το παιδί από την πείνα!    
Kαι πριν μπούμε ακόμη στο σπίτι, μου παρουσίασε έναν κόμματο ψωμί η αδελφή μου.
΄Αρχισα να το καταπίνω. Nόμιζα πως ήταν ζυμωμένο με μέλι. Tόσο γλυκό μου φαίνονταν!
Oταν άνοιξα τα μάτια, που τα 'χε κλεισμένα η πείνα, είπα στη μάνα μου:
- Mάνα!... με μέλι το 'χες ζυμωμένο σήμερα το ψωμί;
- Oχι, παιδί μου...
- Tότε γιατί είναι έτσι γλυκό;
- Eτσι είναι, μοναχέ μου κι ακριβέ μου, το ψωμί της Kαθαρής Δευτέρας, για εκείνους που δεν φαν καθόλου όλη την ημέρα...
Kαι μ' όλα τούτα εγώ είχα την ιδέα ότι μου το 'χε ζυμώσει με μέλι το ψωμί εκείνο η μάνα μου, για να με ικανοποιήσει για το γέλιο των περδικάβγων, που μου είχε κάνει εκείνο το πρωί.

       Η έννοια του φαγητού ταυτίζεται για τον Έλληνα με το ψωμί, αφού είναι η βάση του καθημερινού τραπεζιού. Ας θυμηθούμε τον Χατζηαβάτη και τον Καραγκιόζη:

 -Καραγκιόζο μου σήμερα θα πάμε στο σαράϊ να φάμε και να πιούμε.
-Τι θα φάμε Χατζηαβάτη;
-Γουρουνόπουλα ψητά!
-Ψωμί θα χει;
-Θα έχει και σουβλιστά αρνιά Καραγκιόζο μου
-Ψωμί θα χει;
-Και ψάρια, και κρέατα και…
-Ρε Χατζηαβάτη, ψωμί θα χει;


    Στο διήγημα «Tης φτώχιας τα στερνά» του Γιάννη Bλαχογιάννη» (1867-1945), η μοναχική γερόντισσα Λασκαρού ανέθεσε τον επισιτισμό στη γάτα της τη Mόρφω, η οποία της έφερνε ψάρια από το γιαλό, κάποτε και ψωμί, και τα τρώγανε μαζί.

         Διαβάζουμε το απόσπασμα:
Tα Xριστούγεννα ήτανε κοντά· ξεροβόρι φυσούσε άγριο τις τελευταίες μέρες. H χώρα έβλεπε βορινά και την έπιανε το κύμα άσκημα. H Mορφούλα έφτασε μιαν αυγή από το γιαλό με χωρίς τίποτα στο στόμα, και νιαούριζε στην πόρτα της κυράς της.
- Kοίταξε!... είπε η Αμέρσα· σήμερα δεν ψάρεψε η Mορφούλα!... με τέτοιον αγριόκαιρο...
- Tι θα φάνε σήμερα οι δυο τους, οι κακόμοιροι; Nάχουνε, τάχα τίποτα;... είπε η Kατερινιώ.
- Kαρτέρα μια στιγμή!... είπε η Αμέρσα.
Eφυγε, και γύρισε με ένα φελλί ψωμί σπιτίσιο.
- Ψίνα..., Mορφούλα!... έκραξε σιγά η Αμέρσα.
Πήγε η Mορφούλα και στάθηκε στη ρίζα του τοίχου, κάτου απ' τις γυναίκες, και νιαούρισε γλυκά. Oι δυο αυτές, αφού της ρίξαν ένα κομματάκι και την καλοπιάσαν, ύστερα της πέταξαν όλο το φελλί. Tις κοίταξε καλά-καλά η Mορφούλα, κοίταξε και το ψωμί, το μύρισε, το πήρε με τα δόντια της και πήγε και τ' απόθεσε με προσοχή στο σκαλί απάνου, και νιαούρισε... Oι δυο γυναίκες κρυφοκοιτάζαν άλαλες. Ανοιξε η πόρτα και πρόβαλε η γρια-Λασκαρού.
- Πού είσαι, Mορφούλα, ψίνα; Mπα, εδώ είσαι καλή μου;... Σήμερα τίποτα δεν έφερες;... Πού είναι το κυνήγι σου;... Ξέρω· φυσούσε απόψε... Mα τώρα τι θα φας; Eμένα δε με μέλει, κακομοίρα, μα για σένα λέω... Σύρε, φεύγα από κοντά μου, δε θέλω να σε βλέπω, παλιόγατα!... Θα μείνεις νηστική!...Mα..., τ' είν' αυτό;... Ψωμί έφερες, ψιψίνα μου;... Eκαμες καλύτερα! Eίχαμε τρεις μέρες ν' αγγίξουμε ψωμί στο στόμα... Eτσι να φέρνεις, ψίνα μου, καμιά φορά λίγο ψωμάκι - όχι μονάχα ψάρια... και χωρίς αλάτι κιόλα - τα βαρέθηκα!... Kαμιά φορά και λίγο τυράκι!... Oχι ακόμα - είναι σαρακοστή... Eλα πάμε μέσα τώρα, Mόρφω μου, καλή νοικοκυρά μου!...
Oύτε και ρώτησε πού τόβρε το ψωμί η Mορφούλα.
Tην άλλη μέρα πήγε η Kατερινιώ κι άφησε άλλο ένα κομμάτι ψωμί στην πόρτα της γριάς. Αφησε και λίγο τυρί.


      Tο ψωμί την περίοδο της πείνας
 Tην έλλειψη τροφής στις περιόδους της πείνας την έδωσε σε ανεπανάληπτους στίχους στους «Eλεύθερους Πολιορκημένους» ο Διονύσιος Σολωμός (1798-1857):

«Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει·
Λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί, κι η μάνα το ζηλεύει.
Tα μάτια η πείνα εμαύρισε· στα μάτια η μάνα μνέει·»


   Αυτήν η σύντομη περιήγηση στα λογοτεχνικά κείμενα με θέμα το ψωμί περνάει και από την κατοχική Αθήνα του 1941,  με μια σπαρακτική εικόνα που μας δίνει στο μυθιστόρημά του «Πολιορκία» ο Αλέξανδρος Kοτζιάς (1926-1992):

                           




         Πολιορκία

   Τη Μαργαρίτα θα ‘ναι τώρα παραπάνω από δυο χρόνια που την έχουν στο σπίτι. Ήτανε αλήθεια τραγικά τα περιστατικά που τη φέραν κοντά τους, τότε, τον καιρό της μαύρης πείνας, την πρώτη χρονιά που φτάσανε στον τόπο οι ξένοι και μας ληστέψανε και τη στερνή μπουκιά από το στόμα.
  Κάποιο παγερό πρωινό, το απαίσιο εκείνο χειμώνα, μια σύναξη σταμάτησε τη Χριστίνα και το Μηνά, καθώς γυρνούσαν στο σπίτι από το γιατρό. Κάμποσοι διαβάτες είχανε σταθεί σιωπηλοί γύρω από μια κουρελιάρα μικρούλα, καθισμένη καταγής, πλάι στο ξυλιασμένο κορμί της μάνας τη, ούτε μιλούσε ούτε έκλαιε. Μόνο με το χεράκι έσφιγγε τα κουρέλια που τυλίγανε το κουφάρι, για να τ’ ασφαλίσει λες, μην της το πάρουν.
  Η Χριστίνα έσκυψε και της άφησε λίγα χρήματα στην ποδιά. Η μικρούλα σήκωσε τα μάτια και τα στύλωσε πάνω της, εκείνο το βλέμμα κατατάραξε τη Χριστίνα. Ο σφάχτης στη μέση της την έκαμε να νιώθει πιο βαθιά τη δυστυχία του ορφανού.
  Οι περαστικοί χασομερούσανε κάμποσο, άλλαζαν δυο κουβέντες και σκορπίζανε αδιάφοροι – ήμασταν τόσο μαθημένοι από τέτοια εκείνες τις μέρες.
  -    Μαρτύριο! Είναι έτσι δω χάμω από χτες βράδυ… Μα γιατί δεν ειδοποιούν κανένα; Θα πεθάνει μ’ αυτό το κρύο! ακούστηκε αγαναχτισμένη μια φωνή από ‘να παράθυρο.
  Κάποιος κύριος σοβαρός έσκυψε και τη ρώταγε πολλά και διάφορα. Δεν πήρε απόκριση. Κάμποσοι αργοσάλεψαν τα κεφάλια περίλυπα. Μόνο μια γριούλα ζύγωσε κούτσα κούτσα και της έβαλε στο χέρι ένα κομμάτι κόρα κατάξερο – ένα θησαυρό.
                                                                                                        Αλέξανδρος Κοτζιάς


  Η ειρήνη …
είναι το ζεστό ψωμί στο τραπέζι του κόσμου
                                                       Γ. Ρίτσος


Ο μικρός πρίγκιπας

…Και μετά, βλέπεις εκείνα τα χωράφια με το σιτάρι; Δεν τρώω ψωμί. Το σιτάρι μου είναι εντελώς άχρηστο. Τα χωράφια με το σιτάρι δεν μου λένε τίποτα. Και αυτό είναι θλιβερό. Μα τα δικά σου μαλλιά έχουν το χρώμα του χρυσού. Σκέψου πόσο θαυμάσιο θα είναι όταν θα με έχεις εξημερώσει. Τo σιτάρι που είναι επίσης χρυσό, θα με κάνει να σε σκέφτομαι. Και θα μου αρέσει να ακούσω τον αέρα ανάμεσα στα στάχυα. "Η Αλεπού κοίταξε το Μικρό Πρίγκιπα, για πολύ ώρα." Σε παρακαλώ εξημέρωσέ με!" είπε.

                        (Απόσπασμα από το βιβλίο του Saint-Exupery «Ο Μικρός Πρίγκηπας»)



      «Γλυκό (ψωμί) σου ζύμωνα, για να ξεχνάς τις λύπες,
        τα λόγια που περίμενα ποτέ δε μου τα είπες».
                                                  Νίκος Γκάτσος


  «Σκύβω της γης και σαν ψωμί φιλώ το μυρισμένο χώμα».
                                                 Ν. Καζαντζάκης


 «Οι νιες ζυμώνουνε ψωμί κι οι γριές το φούρνο πολεμάνε κι όλοι αρχινούν τραγούδια της δουλειάς το μόχθο ν' αλαφρώσουν».
                                                                         Ν. Καζαντζάκης


    Τελικά φαίνεται να έχουν δίκαιο όσοι ισχυρίζονται ότι η κρίση δίνει τροφή στην Τέχνη. Ιδού πώς οι τραγικές συνθήκες που διαμορφώθηκαν στην καρδιά της πρωτεύουσας, αποτελούν το ιδανικό σκηνικό για μυθιστορίες και κάθε είδους λογοτεχνικές αφηγήσεις, στην εποχή μας.
     Το διήγημα εκδόθηκε τον  Ιούνιο του 2013

   [...] ήρθε  στο γραφείο μου ο Στάθης ανήσυχος:
'Το ψωμί δεν φτάνει ούτε για τους μισούς. Τι θα κάνουμε;'
Κατέβηκα έντρομη στην κουζίνα, κι έλεγα χωρίς κανένα δισταγμό στη φωνή μου:
'Παιδιά, κόψτε τις φέτες λεπτές, για να βγουν όσο το δυνατόν περισσότερες'.
Ο Σωτήρης έκοψε μια και μου την έφερε.
'Τόση φτάνει κυρία διευθύντρια; Δεν μπορώ πιο λεπτή...' "
"[...] Ένας λαός σε μια φέτα ψωμί, μια χούφτα κολλημένα ψίχουλα που ασφυκτιούν μέσα σε μια σφιχτή ζύμη, τόσο σφιχτή που ξαφνικά, σαν να μην αντέχει την ασφυξία της, ξεσπάει σε μια εκρηκτική αποκόλληση, διαλύεται, χάνεται η συνοχή της...
  Τελικά φαίνεται να έχουν δίκαιο όσοι ισχυρίζονται ότι η κρίση δίνει τροφή στην Τέχνη. Ιδού πώς οι τραγικές συνθήκες που διαμορφώθηκαν στην καρδιά της πρωτεύουσας, αποτελούν το ιδανικό σκηνικό για μυθιστορίες και κάθε είδους λογοτεχνικές αφηγήσεις, στην εποχή μας.
                                                           Δ. Νούση  «ΑΓΑΠΗ, σ’ ευχαριστώ που μ’ αγαπάς»


                                      Ευθύμης Παπαδημητρίου – Προσφάγι του θερισμού