ΤΟ ΨΩΜΙ ΣΤΗΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΜΑΣ (ενδεικτικά
αποσπάσματα)
Θεόκριτου ειδύλλια
Δήμητρα
συ χιλιόκαρπη, τούτο μου το χωράφι
κάνε
το καλοδούλευτο και πολυκαρποφόρο.
Σφίγγετε
τα δεμάτια σας να μην τα 'δούν διαβάτες
και
πουν: εργάτες είν' αυτοί; κρίμα στο 'μεροδούλι.
Ας
βλέπουν πίσω οι θημωνιές ή στο βοριά ή στη δύση.
Έτσι
μονάχα θα μπορούν τα στάχυα να
φουσκώνουν.
Όσοι
αλωνίζουν, μη ζητούν ύπνο το μεσημέρι
αυτή
την ώρα τρίβονται σαν άχυρα τα στάχυα.
Όταν
ξυπνά ο κορυδαλλός αρχίσετε το θέρος
και
πάψετε όταν κοιμηθή στο κάμμα αναπαυθήτε.
Καλότυχος
ο βάτραχος με τη ζωή που κάνει,
μηδέ
φροντίζει για νερό, γιατί παντού το βρίσκει.
Βράσε
καλλίτερα φακή φιλάργυρ' επιστάτη,
μη
κόβοντας το κύμινο κόψης το δάχτυλό σου.
Τέτοια
τραγούδια, θεριστή, πρέπουν στους
θεριστάδες
κι
όσο για την αγάπη σου, που κατατυραγνά σε,
τραγούδα
την στη μάννα σου ταχυά μόλις ξυπνήση.
(Μετάφραση I. Πολέμη)
Tο δημοτικό δίστιχο περιγράφει τον τρόπο που ετοίμαζαν, σύμφωνα με το
έθιμο, το ψωμί του γάμου:
«Ανάχλιο, ανάχλιο το νερό κι αφράτο το προζύμι
κόρη ξανθή τ' ανάπιανε με μάνα
και πατέρα.»
Tο ψωμί το συναντάμε συχνότερα στην παλαιότερη
λογοτεχνία, που ήταν κοντά σε μορφές οργάνωσης της οικονομικής και κοινωνικής
ζωής, όπου τα περισσότερα προϊόντα διατροφής, ένδυσης κ.λπ. ήταν υποχρεωμένη να
τα παράγει η οικογένεια. Οι λογοτέχνες
που είχαν δικά τους σχετικά βιώματα, άγνωστα σχεδόν σήμερα, τα εκφράζουν με μια
διάθεση νοσταλγική.
O Γεώργιος
Δροσίνης (1859-1951) στο παρακάτω ποίημα περιγράφει τα διάφορα στάδια
προετοιμασίας και απόλαυσης του ψωμιού και τη σύνδεσή του με τη Θεία Κοινωνία:
Το Ψωμί
Καλόδεχτο το φόρτωμα, που θα ‘ρθει από το μύλο,
πρωτόσταλτο, προτάλεστο, πρώτη χαρά της σκάφης.
Ζυμώνουν τ’
ανασκουμπωτά της πρωτονύφης χέρια
και πλάθουν τα πρωτόπλαστα ψωμιά με τις παλάμες
μεσ’ στην καλοπελεκητή πινακωτή – προικιό της.
Το φούρνο καίει, τεχνίτισσα στο φούρνο, η γριά
κυρούλα
ξανανιωμένη, αφήνοντας τη συντροφιά της ρόκας.
Ω, βραδινό
συμμάζεμα στο σπιτικό κατώφλι,
καρτέρεμα ανυπόμονο του πυρωμένου φούρνου!
κι ω μέθυσμα απ’ τη μυρωδιά πρώτου ψωμιού, που αχνίζει
κομμένο από το γέροντα παππού χωρίς μαχαίρι
και μοιρασμένο στα παιδιά, στις νύφες και στ’
αγγόνια!
Και συ,
θυσία των ταπεινών στη θεία καλοσύνη,
σημαδεμένο ανάμεσα με του σταυρού τη βούλα,
καλοπλασμένο πρόσφορο, της Εκκλησιάς μεράδι,
που θα κοπείς την Κυριακή μεσ’ στ’ αργυρό αρτοφόρι
και στ’ άγιο δισκοπότηρο με το κρασί θα σμίξεις!
Γεώργιος Δροσίνης
Αλλά
και ο νεότερος ποιητής, ο Mίλτος
Σαχτούρης (γενν. 1919), στο ομότιτλο ποίημά του, με τολμηρές εικόνες και
μεταφορές, απεικονίζει το ψωμί ως μάννα εξ ουρανού να το μοιράζουν στον κόσμο
δύο μικρά παιδιά - άγγελοι μαζί με φέτες από τον ουρανό, για τις οποίες οι
άνθρωποι δείχνουν μεγαλύτερη προτίμηση:
Το ψωμί
'Ένα
τεράστιο καρβέλι, μια πελώρια φραντζόλα ζεστό.
ψωμί,
είχε πέσει στο δρόμο από τον ουρανό'
ένα
παιδί με πράσινο κοντό βρακάκι και με μαχαίρι
έκοβε
και μοίραζε στον κόσμο γύρω,
όμως
και μια μικρή, ένας μικρός άσπρος άγγελος, κι αυτή
μ'
ένα μαχαίρι έκοβε και μοίραζε
κομμάτια
γνήσιο ουρανό
κι
όλοι τώρα τρέχαν σ' αυτή, λίγοι πηγαίναν στο ψωμί,
όλοι
τρέχανε στον μικρόν άγγελο που μοίραζε ουρανό!
Ας
μην το κρύβουμε.
Διψάμε
για ουρανό.
σε αρκετά του ποιήματα έρχονται οι άγγελοι ή μια
ζητιάνα να δώσουν ψωμί από τον ουρανό, π.χ.
«είναι όλοι τους δακρυσμένοι
όμως κοιτάζουν τις ουράνιες ρεκλάμες
και μια ζητιάνα που πουλάει τσουρέκια
στον ουρανό» (Τα Δώρα, σελ. 44).
Oι εορταστικές λιχουδιές
Eκτός,
όμως, από το ψωμί, είναι και τα διάφορα αρτοσκευάσματα ή αρτοποιήματα, όπως τα ονομάζουν σήμερα οι αρτοποιοί
-χριστόψωμα, κουλούρες, λουκουμάδες, τηγανίτες ή λαλαγγίτες κ.τ.λ.- που τα
παρασκευάζουν με μεγάλη φροντίδα οι νοικοκυρές στις γιορτές.
Ας δούμε δύο σχετικά αποσπάσματα από ένα
χριστουγεννιάτικο διήγημα («H
Nτελησυφέρω») του Αλέξ. Παπαδιαμάντη
(1851-1911):
Λοκμάδες
και τηγανίτες
΄ Eξω, εις
τα στενά σοκάκια του βορείου υψηλού χωρίου, ολίγον είχε πιάσει το χιόνι,
εμαίνετο ο βορράς. O Nταραδήμος είχεν ανάψει
το φαναράκι του, ο καπετάν Kονόμος τον
ηκολούθει μακρόθεν.
- Kαρτέρει κ' εμένα, Δήμο, να μ' φέξης λιγάκι.
Oπισθεν του γερο-Kονόμου ήρχετο η Xρήσταινα η
Nτελησυφέρω με τον έγγονόν της.
- Kαλή χρονιά γείτονα, βοήθειά μας ο Xριστός!
- Kαλή ψυχή, γειτόνισσα!
Eπροχώρησαν ομού ολίγα βήματα.΄ Eφθασαν εις την
αυλήν της οικίας του γερο-Kονόμου.
- ΄Eρχεσαι να κάμουμε μια δουλειά, Δήμο; λέγει
ούτος. Eσένα η γριά σ' βαριέται, δεν θα σόχη ζεστασιά. Eμένα η Kονόμισσα θα
μόχη κάτι τι. Ανεβαίνεις; Eγώ δεν έχω ύπνο.
- Kαλά, θα σας στείλω κ' εγώ τηγανίτες αλειψές, είπεν η Nτελησυφέρω.
- Mετά χαράς θα τις δεχτούμε, γειτόνισσα.
Ανέβησαν
οι δύο εις το αρχοντικόν του γερο-Kονόμου. Eστρώθησαν εις τα πλούσια μεντέρια,
σιμά εις το παφλάζον πυρ της εστίας· τα φουσκάκια
(ή τους λοκμάδες) τα είχε έτοιμα η
γερόντισσα. Tο φαγί το είχε κατεβασμένο, και δεν είχε ρίψει το ρύζι διά την
σούπαν, πριν έλθη ο γέρος να της πη. Mετά δέκα λεπτά έφθασεν η Nτελησυφέρω,
φέρουσα και τηγανίτες. Φαίνεται θα
τις είχεν έτοιμες η χήρα, η νύφη της. Mετ' ολίγον ήλθε κι ο παπα-Mανωλής, όστις
τώρα μόλις ετελείωσεν από την εκκλησίαν, ακολουθούμενος από τον υιόν του
Αλέκον, τον οποίον συνώδευε και ο άλλος Αλέκος.
Eρρίφθησαν εις τα φουσκάκια. O Αλέκος του παπά εδάγκανεν έν, εκαίετο και το εφύσα. O
άλλος ο συνονόματός του, έτρωγεν ανά δύο-δύο, χωρίς να καίεται.
Oι
κοκώνες
Mετά ταύτα η μήτηρ ήρχισε να ζυμώνη και έπλασεν αρκετές κουλούρες μετ' αυγών διά τον σύζυγον, επιδημούντα τότε, διά την
πενθεράν της, δι' εαυτήν, διά τες κουμπάρες, ως και μικρές «κοκώνες» διά την
Mόρφω, διά τον Eυαγγελινόν, διά τ' αναδεξίμια της και διά τα πτωχά παιδιά της
γειτονιάς.
K'
επειδή ο μικρός Eυαγγελινός έκλαιε, λέγων ότι δεν είναι αρκετά μεγάλη η κοκώνα
του, η μήτηρ τού έδιδεν άλλην να εκλέξη, αλλ' αυτός δεν ημέρωνεν ούτε ήθελε να
ταιριασθή. Tο βέβαιον είναι ότι τας ήθελεν όλας διά τον εαυτόν του.
Αλλού
το ψωμί
γίνεται φαρμάκι και δηλητηριάζει
το γιο της κακιάς πεθεράς που ήθελε να φαρμακώσει τη στείρα νύφη της στο «Χριστόψωμο» του Παπαδιαμάντη:
[…] Περὶ τὴν ἑσπέραν
τῆς παραμονῆς τῶν
Χριστουγέννων ὁ ἄνεμος ἐμετριάσθη
ὀλίγον, ἀλλ᾿ οὐχ ἧττον ἐξηκολούθει
νὰ πνέῃ. Τὸ
μεσονύκτιον πάλιν ἐδυνάμωσε.
Τινὲς
ναυτικοὶ ἐν τῇ ἀγορᾷ ἐστοιχημάτιζον, ὅτι, ἀφοῦ
κατέπεσεν ὁ Βορρᾶς, ὁ καπετὰν Καντάκης θὰ ἔφθανε
περὶ τὸ μεσονύκτιον. Ἡ σύζυγός του ὅμως δὲν ἦτο ἐκεῖ νὰ τοὺς ἀκούση
καὶ δὲν τὸν ἐπερίμενεν.
Αὕτη ἐδέχθη μόνο περὶ τὴν ἑσπέραν
τὴν ἐπίσκεψιν τῆς πενθερᾶς της, ἀσυνήθως
φιλόφρονος καὶ μηδιώσης, ἥτις τῇ εὐχήθῃ τὸ ἀπαραίτητον
«καλὸ δέξιμο», καὶ διὰ χιλιοστὴν φορὰ τὸ
στερεότυπον «μ᾿ ἕναν καλὸ γυιό».
Καὶ οὐ μόνον,
τοῦτο, ἀλλὰ τῇ
προσέφερε καὶ ἓν χριστόψωμο.
-Τὸ ζύμωσα μοναχή μου, εἶπεν ἡ
θειὰ
Καντάκαινα, μὲ γειὰ νὰ τὸ
φᾶς.
- Θὰ
τὸ φυλάξω ὡς τὰ Φῶτα,
διὰ
ν᾿ ἁγιασθῇ,
παρετήρησεν ἡ νύμφη.
- Ὄχι, ὄχι, εἶπε
μετ᾿ ἀλλοκότου σπουδῆς
ἡ γραῖα, τὸ
δικό της φυλάει ἡ κάθε
μιὰ
νοικοκυρὰ
διὰ
τὰ
Φῶτα, τὸ πεσκέσι τρώγεται.
- Καλά, ἀπήντησεν ἠρέμα ἡ
Διαλεχτή, τοῦ λόγου σου ξέρεις καλλίτερα.
Ἡ
Διαλεχτὴ ἦτο ἀγαθωτάτης
ψυχῆς νέα, οὐδέποτε ἠδύνατο
νὰ
φαντασθῇ ἢ νὰ ὑποπτεύσῃ κακό τι.
«Πῶς τὤπαθε ἡ
πεθερά μου καὶ μοῦ ἔφερε χριστόψωμο», εἶπε μόνον καθ᾿
ἐαυτήν, καὶ ἀφοῦ ἀπῆλθεν ἡ
γραῖα ἐκλείσθη εἰς
τὴν οἰκίαν της καὶ
ἐκοιμήθη μετὰ τίνος
δεκαετοῦς παιδίσκης γειτονοπούλας, ἥτις τῇ
ἔκανε συντροφίαν, ὁσάκις ἔλειπεν
ὁ σύζυγός της. Ἡ Διαλεχτὴ
ἐκοιμήθη πολὺ ἐνωρίς,
διότι σκοπὸν εἶχε νὰ ὑπάγῃ εἰς
τὴν ἐκκλησίαν περὶ
τὸ μεσονύκτιον. Ὁ ναὸς
δὲ
τοῦ Ἁγίου Νικολάου μόλις ἀπεῖχε
πεντήκοντα βήματα ἀπὸ τῆς
οἰκίας της.[…]
[…] - Πῶς
δὲν
ἐφρόντισες νὰ
μαγειρεύσης τίποτε; εἶπε
γογγύζων ὁ ναυτικός.
- Δὲν σ᾿
ἐπερίμενα ἀπόψε, ἀπήντησε
μετὰ
ταπεινότητος ἡ
Διαλεχτή. Κρέας ἐπῆρα. Θέλεις νὰ σοῦ
ψήσω πριζόλα;
- Βάλε, στὰ κάρβουνα, καὶ
πήγαινε σὺ στὴν ἐκκλησιά
σου, εἶπεν ὁ καπετὰν Καντάκης. Θὰ ἔλθω κι ἐγὼ σὲ λίγο.
Ἡ Διαλεχτὴ
ἔθεσε τὸ κρέας ἐπὶ τῆς
ἀνθρακιᾶς, ἥτις
ἐσχηματίσθη ἤδη, καὶ
ἡτοιμάζετο νὰ ὑπακούση εἰς
τὴν διαταγὴν τοῦ
συζύγου της, ἥτις ἦτο καὶ
ἰδική της ἐπιθυμία, διότι ἤθελε νὰ κοινωνήση. Σημειωτέον ὅτι τὴν
φράσιν «πήγαινε σὺ στὴν ἐκκλησιά
σου» ἔβαψεν ὁ Καντάκης διὰ στρυφνῆς
χροιᾶς.
- Ἡ
μάννα μου δὲ θὰ τὤμαθε
βέβαια ὅτι ᾖλθα, παρετήρησεν αὖθις ὁ
Καντάκης.
- Ἐκείνη
εἶναι στὴν ἐνορία
της, ἀπήντησεν ἡ Διαλεχτή. Θέλεις νὰ τῆς παραγγείλω;
- Παράγγειλέ της νὰ ἔλθῃ
τὸ πρωί.
Ἡ Διαλεχτὴ
ἐξῆλθεν. Ὁ
Καντάκης τὴν ἀνεκάλεσεν αἴφνης.
- Μὰ τώρα εἶναι
τρόπος νὰ
πᾶς ἐσὺ στὴν ἐκκλησιά,
καὶ νὰ μὲ ἀφήσεις μόνον;
- Νὰ μεταλάβω κι ἔρχομαι,
ἀπήντησεν ἡ γυνή.
Ὁ Καντάκης δὲν ἐτόλμησε
ν᾿ ἀντείπῃ
τι, διότι ἡ ἀπάντησις θὰ ἦτο
βλασφημία. Οὐχ ἧττον ὅμως
τὴν βλασφημίαν ἐνδιαθέτως τὴν
ἐπρόφερεν.
Ἡ Διαλεχτὴ
ἐφρόντισε νὰ στείλη
ἀγγελιοφόρον πρὸς τὴν
πενθεράν της, ἕνα
δωδεκαετῆ παῖδα τῆς
αὐτῆς ἐκείνης
γειτονικῆς οἰκογενείας, ἧς
ἡ θυγάτηρ ἐκοιμήθη ἀφ᾿ ἑσπέρας
πλησίον της, καὶ ἐπέστρεψεν εἰς
τὸν ναόν.
Ὁ Καντάκης, ὅστις
ἐπείνα τρομερά, ἤρχισε νὰ καταβροχθίζῃ
τὴν πριζόλαν. Καθήμενος ὀκλαδὸν
παρὰ
τὴν ἑστίαν, ἐβαρύνετο
νὰ
σηκωθῆ καὶ ν᾿
ἀνοίξη τὸ ἑρμάρι
διὰ
νὰ
λάβη ἄρτον, ἀλλ᾿ ἀριστερόθεν
αὐτοῦ ὑπεράνω
τῆς ἑστίας ἐπὶ μικροῦ
σανιδώματος εὑρίσκετο
τὸ Χριστόψωμον
ἐκεῖνο, τὸ
δῶρον τῆς μητρός του πρὸς τὴν
νύμφην αὐτῆς. Τὸ
ἔφθασε καὶ τὸ
ἔφαγεν ὁλόκληρον σχεδὸν
μετὰ
τοῦ ὀπτοῦ
κρέατος.
Περὶ τὴν
αὐγήν, ἡ Διαλεχτὴ
ἐπέστρεψεν ἐκ τοῦ
ναοῦ, ἀλλ᾿
εὗρε τὴν πενθεράν της περιβάλλουσαν διὰ τῆς ὠλένης
τὸ μέτωπον τοῦ υἱοῦ αὐτῆς καὶ
γοερῶς θρηνοῦσαν.
Ἐλθοῦσα
αὕτη πρὸ ὀλίγων
στιγμῶν τὸν εὗρε
κοκκαλωμένον καὶ ἄπνουν. Ἐπάρασα
τοὺς ὀφθαλμούς, παρετήρησε τὴν ἀπουσίαν
τοῦ Χριστοψώμου
ἀπὸ τοῦ
σανιδώματος τῆς ἑστίας, καὶ
ἀμέσως ἐνόησε τὰ πάντα. Ὁ
Καντάκης ἔφαγε τὸ φαρμακωμένο χριστόψωμο, τὸ ὁποῖον ἡ
γραῖα στρίγλα εἶχε παρασκευάσει διὰ τὴν νύμφην της.
Ἰατροὶ
ἐπιστήμονες δὲν ὑπῆρχον ἐν τῇ
μικρᾷ νήσῳ· οὐδεμία
νεκροψία ἐνεργήθη. Ἐνομίσθη, ὅτι
ὁ θάνατος προῆλθεν ἐκ
παγώματος συνεπείᾳ τοῦ ναυαγίου. Μόνη ἡ γραῖα
Καντάκαινα ἤξευρε τὸ αἴτιον
τοῦ θανάτου. Σημειωτέον, ὅτι ἡ
γραῖα, συναισθανθεῖσα καὶ
αὐτὴ τὸ
ἔγκλημά της, δὲν ἐμέμφθη τὴν
νύμφην της. Ἀλλὰ τοὐναντίον τὴν
ὑπερήσπισε κατὰ τῆς κακολογίας ἄλλων.
Ἐὰν ἔζησε καὶ
ἄλλα κατόπιν Χριστούγεννα, ἡ ἄστοργος
πενθερὰ
καὶ ἀκουσία παιδοκτόνος, δὲ θὰ ἦτο πολὺ
εὐτυχὴς εἰς
τὸ γῆρας της
H
στέρηση του ψωμιού
Tο ψωμί όταν το στερηθούμε μας φαίνεται πιο
γλυκό. O Πτωχοπρόδρομος (12ος μ.X. αι.) διεκτραγωδεί την κατάσταση του πεινασμένου
γένους των δασκάλων, που λέει το «ψωμί ψωμάκι»:
«Kαι
έμαθον τα γραμματικά μετά πολλού του κόπου.
Αφ'
ου δε τάχα γέγονα γραμματικός τεχνίτης,
επιθυμώ
και το ψωμίν και του ψωμιού την μάνναν»
Zυμωμένο με μέλι φάνηκε το ψωμί στον μικρό Xρίστο Xριστοβασίλη (1855-1937), που
ζητούσε επίμονα από τη μάνα του την Kαθαρή Δευτέρα προσφάγι, κι αυτή, για να
τον ξεγελάσει, τον έστειλε να βρει αβγά πέρδικας!
- Tι μόγινες σήμερα, μονάκριβέ μου;
- Eίχαμε πάει για περδικάβγα με το Γιαννάκη.
- Xαλασιά μου και φουρτούνα μου, παιδάκι μου, τι
πήγα να σου κάνω σήμερα η στρίγγλα εγώ!
Eίχαμε μπει πλεια στην αυλή του σπιτιού μας.
- Ψωμί! Ψωμί!
φώναξα μ' αδυνατισμένη φωνή.
- Ψωμί,
μωρή! Φώναξε κι η μάνα μου στην αδερφή μου. Ψωμί! γλήγορα, γιατί μας λιγώθηκε το παιδί από την πείνα!
Kαι πριν μπούμε ακόμη στο σπίτι, μου παρουσίασε
έναν κόμματο ψωμί η αδελφή μου.
΄Αρχισα να το καταπίνω. Nόμιζα πως ήταν ζυμωμένο με
μέλι. Tόσο γλυκό μου φαίνονταν!
Oταν άνοιξα τα μάτια, που τα 'χε κλεισμένα η πείνα,
είπα στη μάνα μου:
- Mάνα!... με μέλι το 'χες ζυμωμένο σήμερα το ψωμί;
- Oχι, παιδί μου...
- Tότε γιατί είναι έτσι γλυκό;
- Eτσι είναι, μοναχέ μου κι ακριβέ μου, το ψωμί της Kαθαρής Δευτέρας, για εκείνους
που δεν φαν καθόλου όλη την ημέρα...
Kαι μ' όλα τούτα εγώ είχα την ιδέα ότι μου το 'χε
ζυμώσει με μέλι το ψωμί εκείνο η μάνα
μου, για να με ικανοποιήσει για το γέλιο των περδικάβγων, που μου είχε κάνει
εκείνο το πρωί.
Η έννοια του φαγητού ταυτίζεται για τον Έλληνα με το ψωμί, αφού είναι η
βάση του καθημερινού τραπεζιού. Ας θυμηθούμε τον Χατζηαβάτη και τον Καραγκιόζη:
-Καραγκιόζο
μου σήμερα θα πάμε στο σαράϊ να φάμε και να πιούμε.
-Τι θα
φάμε Χατζηαβάτη;
-Γουρουνόπουλα
ψητά!
-Ψωμί θα χει;
-Θα
έχει και σουβλιστά αρνιά Καραγκιόζο μου
-Ψωμί θα χει;
-Και
ψάρια, και κρέατα και…
-Ρε
Χατζηαβάτη, ψωμί θα χει;
Στο διήγημα «Tης φτώχιας τα στερνά» του Γιάννη
Bλαχογιάννη» (1867-1945), η μοναχική γερόντισσα Λασκαρού ανέθεσε τον
επισιτισμό στη γάτα της τη Mόρφω, η οποία της έφερνε ψάρια από το γιαλό, κάποτε
και ψωμί, και τα τρώγανε μαζί.
Διαβάζουμε
το απόσπασμα:
Tα Xριστούγεννα ήτανε κοντά· ξεροβόρι φυσούσε άγριο
τις τελευταίες μέρες. H χώρα έβλεπε βορινά και την έπιανε το κύμα άσκημα. H
Mορφούλα έφτασε μιαν αυγή από το γιαλό με χωρίς τίποτα στο στόμα, και νιαούριζε
στην πόρτα της κυράς της.
- Kοίταξε!... είπε η Αμέρσα· σήμερα δεν ψάρεψε η
Mορφούλα!... με τέτοιον αγριόκαιρο...
- Tι θα φάνε σήμερα οι δυο τους, οι κακόμοιροι;
Nάχουνε, τάχα τίποτα;... είπε η Kατερινιώ.
- Kαρτέρα μια στιγμή!... είπε η Αμέρσα.
Eφυγε, και γύρισε με ένα φελλί ψωμί σπιτίσιο.
- Ψίνα..., Mορφούλα!... έκραξε σιγά η Αμέρσα.
Πήγε η Mορφούλα και στάθηκε στη ρίζα του τοίχου,
κάτου απ' τις γυναίκες, και νιαούρισε γλυκά. Oι δυο αυτές, αφού της ρίξαν ένα
κομματάκι και την καλοπιάσαν, ύστερα της πέταξαν όλο το φελλί. Tις κοίταξε καλά-καλά
η Mορφούλα, κοίταξε και το ψωμί, το
μύρισε, το πήρε με τα δόντια της και πήγε και τ' απόθεσε με προσοχή στο σκαλί
απάνου, και νιαούρισε... Oι δυο γυναίκες κρυφοκοιτάζαν άλαλες. Ανοιξε η πόρτα
και πρόβαλε η γρια-Λασκαρού.
- Πού είσαι, Mορφούλα, ψίνα; Mπα, εδώ είσαι καλή
μου;... Σήμερα τίποτα δεν έφερες;... Πού είναι το κυνήγι σου;... Ξέρω· φυσούσε
απόψε... Mα τώρα τι θα φας; Eμένα δε με μέλει, κακομοίρα, μα για σένα λέω...
Σύρε, φεύγα από κοντά μου, δε θέλω να σε βλέπω, παλιόγατα!... Θα μείνεις νηστική!...Mα...,
τ' είν' αυτό;... Ψωμί έφερες, ψιψίνα
μου;... Eκαμες καλύτερα! Eίχαμε τρεις μέρες ν' αγγίξουμε ψωμί στο στόμα... Eτσι
να φέρνεις, ψίνα μου, καμιά φορά λίγο ψωμάκι
- όχι μονάχα ψάρια... και χωρίς αλάτι κιόλα - τα βαρέθηκα!... Kαμιά φορά και λίγο
τυράκι!... Oχι ακόμα - είναι σαρακοστή... Eλα πάμε μέσα τώρα, Mόρφω μου, καλή
νοικοκυρά μου!...
Oύτε και ρώτησε πού τόβρε το ψωμί η Mορφούλα.
Tην άλλη μέρα πήγε η Kατερινιώ κι άφησε άλλο ένα
κομμάτι ψωμί στην πόρτα της γριάς.
Αφησε και λίγο τυρί.
Tο
ψωμί την περίοδο της πείνας
Tην έλλειψη
τροφής στις περιόδους της πείνας την έδωσε σε ανεπανάληπτους στίχους στους «Eλεύθερους Πολιορκημένους» ο Διονύσιος Σολωμός (1798-1857):
«Άκρα
του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει·
Λαλεί
πουλί, παίρνει σπυρί, κι η μάνα το
ζηλεύει.
Tα
μάτια η πείνα εμαύρισε· στα μάτια η μάνα μνέει·»
Αυτήν η
σύντομη περιήγηση στα λογοτεχνικά κείμενα με θέμα το ψωμί περνάει και από την
κατοχική Αθήνα του 1941, με μια
σπαρακτική εικόνα που μας δίνει στο μυθιστόρημά του «Πολιορκία» ο Αλέξανδρος
Kοτζιάς (1926-1992):
Πολιορκία
Τη Μαργαρίτα θα ‘ναι τώρα παραπάνω από δυο
χρόνια που την έχουν στο σπίτι. Ήτανε αλήθεια τραγικά τα περιστατικά που τη
φέραν κοντά τους, τότε, τον καιρό της μαύρης πείνας, την πρώτη χρονιά που
φτάσανε στον τόπο οι ξένοι και μας ληστέψανε και τη στερνή μπουκιά από το στόμα.
Κάποιο
παγερό πρωινό, το απαίσιο εκείνο χειμώνα, μια σύναξη σταμάτησε τη Χριστίνα και
το Μηνά, καθώς γυρνούσαν στο σπίτι από το γιατρό. Κάμποσοι διαβάτες είχανε
σταθεί σιωπηλοί γύρω από μια κουρελιάρα μικρούλα, καθισμένη καταγής, πλάι στο ξυλιασμένο
κορμί της μάνας τη, ούτε μιλούσε ούτε έκλαιε. Μόνο με το χεράκι έσφιγγε τα
κουρέλια που τυλίγανε το κουφάρι, για να τ’ ασφαλίσει λες, μην της το πάρουν.
Η Χριστίνα
έσκυψε και της άφησε λίγα χρήματα στην ποδιά. Η μικρούλα σήκωσε τα μάτια και τα
στύλωσε πάνω της, εκείνο το βλέμμα κατατάραξε τη Χριστίνα. Ο σφάχτης στη μέση
της την έκαμε να νιώθει πιο βαθιά τη δυστυχία του ορφανού.
Οι
περαστικοί χασομερούσανε κάμποσο, άλλαζαν δυο κουβέντες και σκορπίζανε αδιάφοροι
– ήμασταν τόσο μαθημένοι από τέτοια εκείνες τις μέρες.
- Μαρτύριο! Είναι έτσι δω χάμω από χτες
βράδυ… Μα γιατί δεν ειδοποιούν κανένα; Θα πεθάνει μ’ αυτό το κρύο! ακούστηκε
αγαναχτισμένη μια φωνή από ‘να παράθυρο.
Κάποιος
κύριος σοβαρός έσκυψε και τη ρώταγε πολλά και διάφορα. Δεν πήρε απόκριση.
Κάμποσοι αργοσάλεψαν τα κεφάλια περίλυπα. Μόνο μια γριούλα ζύγωσε κούτσα κούτσα
και της έβαλε στο χέρι ένα κομμάτι κόρα
κατάξερο – ένα θησαυρό.
Αλέξανδρος
Κοτζιάς
Η ειρήνη …
είναι το ζεστό ψωμί στο
τραπέζι του κόσμου
Γ. Ρίτσος
Ο μικρός
πρίγκιπας
…Και μετά, βλέπεις εκείνα τα χωράφια με το σιτάρι; Δεν τρώω ψωμί. Το σιτάρι μου είναι εντελώς άχρηστο. Τα χωράφια με το σιτάρι
δεν μου λένε τίποτα. Και αυτό είναι θλιβερό. Μα τα δικά σου μαλλιά έχουν το
χρώμα του χρυσού. Σκέψου πόσο θαυμάσιο θα είναι όταν θα με έχεις εξημερώσει. Τo
σιτάρι που είναι επίσης χρυσό, θα με κάνει να σε σκέφτομαι. Και θα μου αρέσει να
ακούσω τον αέρα ανάμεσα στα στάχυα. "Η Αλεπού κοίταξε το Μικρό Πρίγκιπα,
για πολύ ώρα." Σε παρακαλώ εξημέρωσέ με!" είπε.
(Απόσπασμα από το βιβλίο του Saint-Exupery «Ο Μικρός Πρίγκηπας»)
«Γλυκό (ψωμί)
σου ζύμωνα, για να ξεχνάς τις λύπες,
τα λόγια που
περίμενα ποτέ δε μου τα είπες».
Νίκος Γκάτσος
«Σκύβω της γης και
σαν ψωμί φιλώ το μυρισμένο χώμα».
Ν. Καζαντζάκης
«Οι νιες ζυμώνουνε ψωμί κι οι γριές το φούρνο πολεμάνε κι όλοι αρχινούν τραγούδια της
δουλειάς το μόχθο ν' αλαφρώσουν».
Ν. Καζαντζάκης
Τελικά
φαίνεται να έχουν δίκαιο όσοι ισχυρίζονται ότι η κρίση δίνει τροφή στην Τέχνη.
Ιδού πώς οι τραγικές συνθήκες που διαμορφώθηκαν στην καρδιά της πρωτεύουσας,
αποτελούν το ιδανικό σκηνικό για μυθιστορίες και κάθε είδους λογοτεχνικές αφηγήσεις,
στην εποχή μας.
Το
διήγημα εκδόθηκε τον Ιούνιο του 2013
[...]
ήρθε στο γραφείο μου ο Στάθης ανήσυχος:
'Το ψωμί δεν
φτάνει ούτε για τους μισούς. Τι θα κάνουμε;'
Κατέβηκα έντρομη στην κουζίνα, κι έλεγα χωρίς
κανένα δισταγμό στη φωνή μου:
'Παιδιά, κόψτε τις φέτες λεπτές, για να βγουν όσο
το δυνατόν περισσότερες'.
Ο Σωτήρης έκοψε μια και μου την έφερε.
'Τόση φτάνει κυρία διευθύντρια; Δεν μπορώ πιο
λεπτή...' "
"[...] Ένας λαός σε μια φέτα ψωμί, μια χούφτα κολλημένα ψίχουλα που ασφυκτιούν μέσα σε μια
σφιχτή ζύμη, τόσο σφιχτή που ξαφνικά, σαν να μην αντέχει την ασφυξία της,
ξεσπάει σε μια εκρηκτική αποκόλληση, διαλύεται, χάνεται η συνοχή της...
Τελικά
φαίνεται να έχουν δίκαιο όσοι ισχυρίζονται ότι η κρίση δίνει τροφή στην Τέχνη.
Ιδού πώς οι τραγικές συνθήκες που διαμορφώθηκαν στην καρδιά της πρωτεύουσας,
αποτελούν το ιδανικό σκηνικό για μυθιστορίες και κάθε είδους λογοτεχνικές αφηγήσεις,
στην εποχή μας.
Δ. Νούση «ΑΓΑΠΗ, σ’ ευχαριστώ που μ’ αγαπάς»
Ευθύμης Παπαδημητρίου – Προσφάγι
του θερισμού