Αινίγματα
Κοντός, κοντός
καλόγερος
πρώτες
μετάνοιες κάνει.
Τι είναι; (το στάχυ)
Φρέσκο
είναι σαν τη νια
και ξερό σαν τη γριά.
Τι είναι;
(η φρυγανιά)
ΠΑΡΑΚΑΤΩ ΛΑΪΚΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΕΧΟΥΝ ΘΕΜΑ ΤΟΥΣ ΤΟ ΨΩΜΙ:
|
Δεκαοχτώ ψωμιά
Μια
φορά κι έναν καιρό σε κάποιο μικρό χωριό ζούσε μια ηλικιωμένη
χήρα με τον
μονάκριβο γιο της. Η ζωή θες, οι κακοτυχίες θες, έκαναν
την χήρα αρκετά
δύστροπη και δύσκολη στην συμπεριφορά και σκληρή
στην καρδιά χωρίς
κανένα ίχνος συμπόνιας μέσα της για τους άλλους.
Σχεδόν με όλους
τους γείτονές της αλλά και τους συγγενείς της είχε προ-
βλήματα και
μάλωνε με όλους συνεχώς, όμως του γιου της δεν χαλούσε
κανένα χατίρι και
γινόταν τελείως άλλος άνθρωπος μαζί του από την α-
πέραντη αγάπη και
αδυναμία που του είχε. Άλλωστε γι’ αυτήν ήταν το
μόνο πράγμα που
της είχε μείνει στον κόσμο για το οποίο είχε λόγο για
να ζήσει. Τέτοιο
ήταν το δέσιμό της μαζί του που σε καμιά περίπτωση δεν
μπορούσε να
φανταστεί τη ζωή της χωρίς αυτόν.
Τα χρόνια όμως περνού-σαν γρήγορα και όπως
όλα τα παιδιά του
κόσμου έτσι και
το παιδί της χήρας μεγάλωνε εξίσου γρήγορα και με τα
λίγα και τα πολλά έφτασε και σε ηλικία γάμου,
ηλικία όπου θα έπρεπε να
βρει την κατάλληλη γι’ αυτόν γυναίκα και να
κάνει κι αυτός με την σειρά του την δική του οικογέ-νεια και παιδιά. Η μητέρα
του ούτε που ήθελε να φαντα
στεί πως θα
μοι-ραζόταν την αγάπη του μοναχογιού της με κάποια άλλη γυναίκα άσε που
φοβότανε κιόλας ότι μπορεί όταν παντρευόταν ο γιος της να έφευγε μα-κριά σε
άλλη πόλη, σε άλλη χώρα. Τότε τι θα απογίνονταν αυτή η καψε-
ρή; Μόνη κι έρημη
σε ένα άδειο σπιτικό, κλεισμένη σε τέσσερις τοίχους
τι τάχα να
αποζητούσε πια από την ζωή της; Και μόνο με την σκέψη αυτή
τρόμαζε και δεν
έκλεινε μάτι τα βράδια. Από την άλλη, έβλεπε πως ο γιος
της ήθελε πολύ να
κάνει την δική του οικογένεια και δεν της πήγαινε η
καρδιά να του
χαλάσει τα σχέδια. Όταν μάλιστα ο νεαρός ερωτεύθηκε
μια κοπέλα από το
χωριό τους, άρχισε να σκέφτεται πως παρόλο που ή-
ταν μαλωμένη με
τους γονείς της, ίσως και να ήταν μια καλή λύση. Ήταν
από το ίδιο χωριό
και επομένως δεν υπήρχε σοβαρός κίνδυνος να φύ-
γουν για άλλα μέρη
όταν με το καλό θα παντρευόντουσαν. Όμως δεν της
έφτανε αυτό.
- Μητέρα θα μας
δώσεις την ευχή σου; Ρώτησε με αγωνία ο
νεαρός αφού
μίλησε στην
μητέρα του ανοιχτά για πρώτη φορά σχετικά με τα μελλοντικά
του σχέδια.
- Μα και βέβαια
κανακάρη μου! Χαμογέλασε η μητέρα του. - Όμως, συ-
νέχισε
σοβαρεύοντας γρήγορα, - τι θ’ απογίνω μοναχή εγώ η έρμη;
- Μη
στεναχωριέσαι άδικα μάνα και θα ζήσεις μαζί μας.
Αυτό ήθελε ν’
ακούσει η χήρα κι έδωσε την ευχή της για τον γάμο χωρίς
άλλη σκέψη. Ο
γάμος έγινε με το καλό και όλα έγιναν όπως τα είχαν πει.
Η νύφη πανέμορφη
αλλά και με χρυσή καρδιά, με χαρά μπήκε στην οι-
κογένειά τους. Η
χαρά όμως δεν ήταν η ίδια και για την πεθερά . Όσο
έβλεπε ότι ο γιος
της αγαπούσε την νύφη τόσο ζήλευε που μοιραζόταν
την αγάπη του
μαζί της και αισθανόταν μίσος γι αυτήν. Έτσι προσπαθού-
σε με τρόπο να
της κάνει την ζωή δύσκολη, χωρίς όμως να γίνεται αυτό
φανερό στον γιο
της. Η νύφη από την άλλη, πάντα βολική και καλόγνω-
μη, υπόμενε όλες
τις ταλαιπωρίες χωρίς παράπονο από τον μεγάλο σε-
βασμό που είχε
για την πεθερά της αλλά και εξ αιτίας της αγάπης που
είχε για τον
άντρα της.
- Που θα πάει, θα
στρώσουν τα πράγματα με τον καιρό, έλεγε και ξανά-
λεγε στον εαυτό
της και το πίστευε με όλη της την καρδιά. Όσο όμως η
νύφη άντεχε τα
καψώνια τόσο η πεθερά άρχιζε να χάνει τον έλεγχο και
να γίνεται πιο
στριμμένη. Ώσπου μια μέρα, πάνω στην τρέλα του μίσους
της που γινόταν
όλο και πιο δυνατό, συνέλαβε ένα σχέδιο ώστε να ντρο-
πιάσει για τα
καλά την νύφη της και να την φέρει σε δύσκολη θέση. Φώ-
ναξε λοιπόν την
νύφη της όλο γλύκα και της είπε:
- Έλα καλή μου
κοπέλα να με βοηθήσεις να κάνουμε ψωμιά γιατί σήμε-
ρα θα έρθουν
κάποιοι συγγενείς επίσκεψη και πρέπει να τους φιλέψου-
με. Έπιασαν
λοιπόν οι δυο τους, κοσκίνισαν το αλεύρι, ζύμωσαν τα ψω-
μιά και ετοίμασαν
δεκαοχτώ συνολικά φραντζόλες. Σύρε παιδί μου να τα
πας στον φούρναρη
να τα ψήσει μια που εγώ είμαι γριά και δεν μπορώ,
παρακάλεσε με
ευγένεια η πονηρή χήρα. Η νύφη χωρίς καμιά υποψία
κίνησε ευθύς
αμέσως για τον φούρνο. Μέσα της μάλιστα ήταν κάπως χα-
ρούμενη αφού η
πεθερά της την είχε εμπιστευτεί και όλη την ημέρα της
φερόταν με
ευγένεια και καλοσύνη. Προφανώς με τον καιρό είχε κερδί-σει την αγάπη και την
συμπάθεια της ηλικιωμένης γυναίκας και μάλλον
από εδώ και πέρα
θα τα πήγαιναν καλά οι δυο τους. Έτσι λοιπόν πήγε τα
ψωμιά στον φούρνο
και όταν ήρθε η ώρα που ήταν έτοιμα ξαναπήγε και
τα πήρε. Όταν
έφτασε στο σπίτι και άφησε τα ψωμιά πάνω στο τραπέζι η
πεθερά της έχασε
την ευγενική και χαρωπή συμπεριφορά και σοβάρεψε
ξαφνικά.
- Νύφη γιατί τα
ψωμιά είναι δεκαοχτώ; Ρώτησε με αυστηρότητα και συ-
νέχισε παγερά
- Σε γέλασε ο φούρναρης
ή έφαγες εσύ κρυφά κανένα; Εγώ σου έδωσα
δεκαεννέα ψωμιά
για ψήσιμο.
Η νύφη χλόμιασε …
- Μα είναι
δυνατόν μητέρα; Κάποιο λάθος θα κάνετε! Απάντησε με ευγέ-
νεια αλλά και
σιγουριά. Εγώ πήρα δεκαοχτώ ψωμιά και έφερα δεκαοχτώ
ψωμιά.
Η πεθερά της που
αυτό περίμενε να ακούσει έγινε έξαλλη. Τολμάς και
μου λες ψέματα !
Δεν ντρέπεσαι καθόλου! Πάμε τώρα στον φούρναρη να
δούμε πόσα έψησε.
Και λέγοντας αυτά την τράβηξε με το ζόρι να πάνε
στον φούρνο.
Ο φούρναρης που ήταν δασκαλεμένος από την
πεθερά έκανε όπως του
είπε.
- Εγώ δεκαεννέα
ψωμιά πήρα, δεκαεννέα ψωμιά έψησα, δεκαεννέα ψω-
μιά έδωσα ! Είπε
με ύφος που δεν δεχόταν αντιρρήσεις.
- Εγώ δεκαεννέα
ψωμιά ζύμωσα, δεκαεννέα ψωμιά σου έδωσα να πας
στον φούρνο. Κι
εσύ τι έκανες; Μου έφερες πίσω δεκαοχτώ!
Η νύφη δεν
άντεξε, άρχισε να κλαίει και να επαναλαμβάνει συνεχώς:
<<Δεκαοχτώ
ψωμιά ήταν, δεκαοχτώ ψωμιά, δεκαοχτώ, δεκαοχτώ, δεκα-
οχτώ, δεκαοχτώ
…>> και πήρε να τρέχει σαν τρελή μέσα στο χωριό ανα-
μαλλιασμένη και
απελπισμένη. Έτρεχε φωνάζοντας και κλαίγοντας και
σε λίγο χάθηκε
μέσα στο κοντινό δάσος. Λένε ότι στην κατάσταση που
βρέθηκε εντελώς
άδικα την είδε και την λυπήθηκε ο Θεός και την μετα-
μόρφωσε σε πουλί.
Όμως ο καημός της κοπέλας ήταν τόσο δυνατός που
ακόμα και σαν
πουλί δεν μπόρεσε να ξεχάσει και να δεχτεί τις κατηγορί-
ες που δέχτηκε
και αντί να κελαηδάει όπως τα περισσότερα άλλα πουλιά, αυτό επαναλαμβάνει
συνεχώς την ίδια μόνο λέξη: Δεκαοχτώ, δεκαοχτώ,
δεκαοχτώ,
δεκαοχτώ …
Το πιο γλυκό ψωμί
Κάποτε ήταν ένας πλούσιος βασιλιάς, πολύ
πλούσιος, που ό,τι επιθυμούσε η καρδιά του το ’χε. Όλα τα είχε, και τον έλεγαν
ευτυχισμένο, ώσπου έπαθε μια παράξενη ανορεξιά και δεν είχε όρεξη να βάλει
τίποτα στο στόμα του. Σιγά σιγά αδυνάτιζε, κι άρχισε να γίνεται γκρινιάρης και
παράξενος. Πολλοί γιατροί επήγαιναν και τον έβλεπαν, μα τα γιατρικά τους τίποτα
δεν μπορούσαν να του κάμουν. Η ανορεξιά του βασιλιά όλο και κρατούσε, κι
εκείνος έρεβε μέρα με την ημέρα. Τίποτα δε λιμπιζόταν να φάει· ούτε «του
πουλιού το γάλα», που λέει ο λόγος.
Oπού κάποια μέρα,
έτυχε να περνάει από το παλάτι του ένας ασπρομάλλης γέροντας φτωχός, που ήτανε
όμως σοφός κι ήξερε από γιατρικά. Του είπανε λοιπόν για το βασιλιά, κι ανέβηκε
να τον δει. «Μήπως κουράζεσαι, βασιλιά μου;», τον ρώτησε. «Τι λες, γιατρέ μου»,
του λέει ο βασιλιάς. «Όλη μέρα ξαπλωμένος απάνου στο θρόνο μου, ούτε το μικρό
μου δαχτυλάκι δεν κουνώ». «Μήπως έχεις έγνοιες και σκοτούρες για το λαό σου;»
«Όχι, κάθε άλλο. Εγώ ζω ξέγνοιαστος, και καρφάκι δε μου καίεται για κανέναν!»
«Μήπως επιθύμησες ποτέ σου κάτι και δεν μπόρεσες να το ’χεις;» «Oύτε κι αυτό!
Βασιλιάς είμαι, κι ό,τι γυρέψω, το βλέπω μπροστά μου!…».
Σκέφτηκε,
σκέφτηκε λίγο ο γέροντας, ύστερα γυρίζει και λέει του βασιλιά: «Άκουσε, βασιλιά
μου: Καθώς βλέπω, δεν έχεις τίποτα σοβαρό. Εκείνο που φταίει και δεν έχεις
όρεξη να τρως, είναι το ψωμί που σου δίνουν στο παλάτι! Να διατάξεις να σου
φέρουν να φας το πιο γλυκό ψωμί του κόσμου. Αν μπορέσεις να το ’χεις αυτό, τότε
θα γιατρευτείς!».
Από την ίδια μέρα
ο βασιλιάς έδωσε διαταγή στους φουρναραίους του παλατιού να ζυμώσουν και να του
ψήσουν «το πιο γλυκό ψωμί του κόσμου!». Έπεσαν με τα μούτρα στη δουλειά οι
ψωμάδες σ’ όλο το βασίλειο, ποιος θα κάμει στο βασιλιά το πιο γλυκό ψωμί!
Ζύμωσαν με ζάχαρη κι ανθόγαλα κάθε λογής ψωμιά και του τα ’φερναν στο παλάτι να
τα δοκιμάσει. Μα κανένα απ’ όλα εκείνα τα ψωμιά δεν άνοιγε την όρεξη στο
βασιλιά. Oύτε κι ήθελε να τα φάει. Το ’να του μύριζε, τ’ άλλο του βρομούσε.
Ώσπου μια μέρα, έξω φρενών ο βασιλιάς, έστειλε ανθρώπους του να πάνε να βρούνε
το γέροντα και να τον ξαναφέρουνε μπροστά του. Έτσι λοιπόν κι έγινε.
«Θα σε κρεμάσω,
που με ξεγέλασες!», του φώναξε ο βασιλιάς μόλις τον είδε. «Γιατί, βασιλιά
μου;», τον ρώτησε ο γέροντας. «Γιατί το γλυκό ψωμί, που είπες να μου φτιάξουνε
να φάω, δε μου έκαμε τίποτα!» «Μπα;», έκαμε ο γέροντας. «Φαίνεται πως το ψωμί
που σου ζύμωσαν, δεν ήταν τόσο γλυκό όσο έπρεπε!» O βασιλιάς ήταν πάλι έτοιμος
ν’ αγριέψει, μα είδε το γέρο που κάτι συλλογιζότανε, και περίμενε.
«Άκουσε, βασιλιά
μου», του λέει ο γέροντας ύστερ’ από λίγο. «Αν θέλεις να δοκιμάσεις στ’ αληθινά
το ψωμί που θα σε γιατρέψει, πρέπει να ’ρθεις μαζί μου για τρεις μέρες μονάχα
και να κάνεις ό,τι σου λέω. Αν δε γίνεις καλά, είσαι ελεύτερος να μου πάρεις το
κεφάλι!»
Κι ο βασιλιάς,
παιδί μου, θέλοντας και μη, δέχτηκε να πάει μαζί με τον παράξενο γέροντα, εκεί
που του ’λεγε. Φόρεσε κι αυτός φτωχικά ρούχα, ποδέθηκε παλιοπάπουτσα, πήρε κι
ένα μπαστούνι στα χέρια του κι έφυγε κρυφά από το παλάτι, μακριά, κι επήγανε
στον κάμπο, εκεί που καθόταν ο γέροντας, σε μια καλύβα, μέσα σ’ ένα χωράφι
σπαρμένο.
Ξημερώνοντας,
έδωκε ο γέροντας στο βασιλιά ένα δρεπάνι και του λέει: «Έλα να θερίσουμε!».
Έπιασε ο βασιλιάς και θέριζε μες στο λιοπύρι ολάκερη μέρα. Έκαμε καμιά
σαρανταριά δεμάτια στάχυα.
Ήρθε το βράδυ, πέσανε ξεροί να κοιμηθούνε.
Oύτε φαΐ όλη μέρα, ούτε τίποτα. Έμενε, βλέπεις, κι ο γέροντας νηστικός.
Την άλλη μέρα,
πρωί πρωί, ξύπνησε ο γέροντας το βασιλιά και του λέει: «Σήκω τώρα, να πάρουμε
όλ’ αυτά τα δεμάτια, να τα πάμε στ’ αλώνι να τ’ αλωνίσουμε!». Κουβάλησε στην
πλάτη του ο βασιλιάς περσότερ’ από τα μισά, κι ύστερα όλη μέρα, γκαπ γκουπ, τα
κοπάνιζε με το δάρτη, ώσπου κάμανε το στάρι σωρό, τ’ ανεμίσανε και το βάλανε
στο σακί. Κι όλη μέρα την περάσανε πάλε έτσι, νηστικοί κι οι δυο τους, μόνο
λίγο νερό ήπιανε από τη στέρνα, που ήτανε κοντά στην καλύβα. Πέσανε πάλι
κουρασμένοι το βράδυ και κοιμηθήκανε.
Την τρίτη μέρα,
το χάραμα, ο γέροντας σήκωσε το βασιλιά: «Ξύπνα», του λέει, «τώρα να πάμε το
στάρι μας στο μύλο να τ’ αλέσουμε! Πάρ’ το εσύ στην πλάτη σου, γιατί εγώ δεν
μπορώ, και πάμε εκεί στην κορφή του βουνού, που ’ναι ο μύλος». Τι να κάμει ο
βασιλιάς, αφού έτσι ήτανε η συφωνία, φορτώνεται το σακί στην πλάτη, και
κουρασμένος κι ελεεινός το κουβάλησε στην κορφή. Τώρα αρχίνησε και να πεινάει,
μα δεν έλεγε ακόμα τίποτα.
Αλέσανε το στάρι
τους, και για να μην τα πολυλογούμε, γυρίσανε κατά το μεσημέρι στην καλύβα,
πάλι ο βασιλιάς φορτωμένος τ’ αλεύρι. «Έλα τώρα να ζυμώσουμε», του λέει ο
γέρος. Ξεχώρισε ως δέκα λίτρες αλεύρι, το ’ριξε στη σκάφη κι έβαλε το βασιλιά
να ζυμώνει. Ύστερα τον έστειλε στο λόγγο να κόψει ξύλα, κι αργά κατά το βράδυ
βάλανε κι εκάψανε το φούρνο, για να ψήσουνε 3-4 καρβέλια. O βασιλιάς τώρα
πεινούσε κι επερίμενε πότε να ψηθούν τα ψωμιά, για να φάει! Μα πιο πολύ τα
λιμπιζόταν, όταν άρχισε να βγαίνει από το φούρνο η μυρωδιά τους. «Πεινάω πολύ»,
λέει του γέρου. «Περίμενε και θα φας!», του απάντησε κείνος.
Σε λίγο βγήκανε
τα καρβέλια, αχνιστά και ροδοψημένα. Σαν
πεινασμένος λύκος τότε ο βασιλιάς άρπαξε το καρβέλι, το έκοψε με τα χέρια του
κι άρχισε να τρώει. Μα με την πρώτη μπουκιά που κατάπιε, το πρόσωπό του έγινε
κόκκινο από χαρά και φώναξε: «Μάλιστα! Αυτό είναι το πιο γλυκό ψωμί του κόσμου!
Κι όμως ούτε μια κουταλιά ζάχαρη δεν έριξα στο ζυμάρι του!». Τότε ο γέροντας
χαμογέλασε και του είπε: «Βασιλιά μου, πρέπει να ξέρεις πως η ζάχαρη του ψωμιού
σου ήταν ο ιδρώτας που έχυσες για να το φτιάξεις. Τώρα είσ’ ελεύτερος να
ξαναπάς στο παλάτι σου. Κοίτα μονάχα να δουλεύεις αποδώ κι εμπρός, και θα δεις
πως η όρεξη δε θα σου λείψει».
O βασιλιάς ακολούθησε την ορμήνεια του γέροντα, κι όταν γύρισε στο
παλάτι του, δούλευε κάθε μέρα για το λαό του, εκατέβαινε και στον κήπο του γι’
άλλες δουλειές, κι από τότε γιατρεύτηκε από την ανορεξιά κι έτρωε καλά, που μακάρι
να τρώαμε κι εμείς έτσι!