Το α΄ βραβείο διηγήματος στα ΑΡΕΘΟΥΣΙΑ 2014

Σιδηρά Χρύσα
Η περιπέτεια ενός σκίουρου

Είναι άνοιξη και πάντα τέτοια εποχή κάθομαι στο μπαλκόνι μου με τις ώρες. Χάνω την αίσθηση του χρόνου, της ώρας, των ημερών και χαζεύω τη φύση, που με μια υπόκλιση χαίρεται που τη θαυμάζεις και συνεχίζει ήρεμη και γαλήνια τον κύκλο της. Με χαλαρώνει αυτό το συναίσθημα που νιώθω μέσα στα χρώματα και τα αρώματα των ανθισμένων λουλουδιών. Ξεχνιέμαι με μια μέλισσα που ζουζουνίζοντας περιτριγυρίζει τα άνθη παίρνοντάς τη γύρη.
Το σπίτι μου έχει την κατάλληλη θέση για να πάρεις την καλύτερη δόση άνοιξης. Βρίσκεται σε χαμηλό υψόμετρο και το περικυκλώνει απέραντη έκταση πράσινου.
Μόλις ξημέρωσε και μια ήρεμη αναστάτωση πέρασε από το στομάχι μου και νομίζω μου μίλησε αλλά δεν πολυκατάλαβα τι είπε γιατί μόλις είχα ξυπνήσει. Αργότερα μια εντονότερη αναστάτωση έγινε αρκετά κατανοητή και σηκώθηκα να βρω λιχουδιές για να κολατσίσω. Κατέβηκα από τα κλαδιά και πήγα τρέχοντας στην απέναντι λιμνούλα να μουσκέψω το χνουδωτό μου σώμα και τη φουντωτή ουρά μου για να είμαι καθαρούλης για το πρωινό. Άσχετα από τα άλλα τρωκτικά, εμείς οι σκίουροι είμαστε καθαρά ζώα, εργάσιμα και ψάχνουμε πάντα εκλεκτά βελανίδια στα δέντρα. Εγώ αποτελώ εξαίρεση και όταν βαριέμαι τα μαζεύω από το χώμα.
Προσπαθώ να αποφεύγω τον γέρο σκίουρο που μου νοικιάζει το σπίτι, γιατί όλο το ενοίκιο μου ζητάει. 40 βελανίδια το μήνα.
«Εργαζόμενοι σκίουροι είμαστε (που λέει ο λόγος). Πώς να τα βγάλουμε πέρα με εσένα πάνω απ’ το σπίτι μας να μας ζητάς τα μισά βελανίδια από αυτά που βγάζουμε με κόπο;» θέλω να του πω καμιά μέρα αλλά τον λυπάμαι έτσι κουφός και αδύνατος που είναι. Μερικές φορές τον πειράζω κιόλας και μετά το μετανιώνω, γιατί όσο και να πεις με ψιλοβοηθάει με το σπίτι.
Κάθε φορά που βγαίνω έξω είμαι πολύ προσεκτικός, γιατί μια αλεπού εδώ παρά κάτω στη γειτονιά, όταν με συναντάει όλο ειρωνείες και πλάκες λέει ότι κάνει αλλά ποιος τις εμπιστεύεται αυτές τις πανούργες; Την προηγούμενη φορά μάλιστα, εκεί που περπατούσα με πιάνει από το μπροστινό πόδι, μου κόβει το δρόμο και μου λέει:
«Πού είσαι βρε μεζέ, πότε θα περάσεις από το σπίτι να σε φάω, εεε όχι, να φάμε ήθελα να πω». Κάτι τέτοια λέει με ένα ανέκφραστο χαμόγελο που με φοβίζει. Μετά με χτυπάει φιλικά στην πλάτη και λέει:
«Βρε, πλακίτσα έκανα! Γέλα και λιγάκι!»
Κι εγώ όλο και προσπαθώ να ξεφύγω.
Γενικά στη γειτονιά μόνο το κουνάβι συμπαθώ, που αν και λίγο κλειστός χαρακτήρας είναι πολύ φιλότιμος-τον συμπαθώ τον τύπο.
Αύριο σκέφτομαι να πάω κανένα ταξιδάκι. Πολύ γκρινιάζει τώρα τελευταία ο γέρο σκίουρος. Θα πάω να βρω την ησυχία μου. Έλεγα να πάω στις Μπαχάμες αλλά πού καιρός για έξοδα. Μάλλον κάπου εδώ κοντά θα πάω για να ηρεμήσω λιγάκι από τις σκοτούρες.
Ξεκίνησα νωρίς με προορισμό ένα όμορφο δασάκι στην άλλη μεριά του βουνού. Πήρα μαζί μου τα απαραίτητα, δηλαδή βελανίδια.
Στην αρχή πήγαινα ήρεμα αλλά όταν άρχιζε να σκοτεινιάζει άρχισα να τρέχω και σε κάποια στιγμή από την εξάντληση μου έπεσαν τα βελανίδια και σκορπίστηκαν τριγύρω. Μάζεψα όσα μπορούσα  και συνέχισα.
Περπατούσα πολλές ώρες. Ο ήλιος χανόταν και μαζί του και η λάμψη του πίσω από τους λόφους και τα σύννεφα. Μάλλον ήθελε να πάει σε άλλες χώρες που τον είχαν επιθυμήσει. Τον χαιρέτισα και λυπόμουν που έφευγε και μάλλον το ένιωσε και αυτός και μου έλεγε: «Φεύγω αλλά θα σου στείλω το φεγγάρι συντροφιά. Τα λέμε το πρωί.»
Ούτε τηλεγράφημα να μου έστελνε.
Με ησύχασαν αυτές οι σκέψεις και συνέχισα με περισσότερο κουράγιο. Διέσχιζα για ώρες το μονοπάτι που μου φαινόταν συνεχώς το ίδιο. Αποφάσισα αγανακτισμένος να αλλάξω μονοπάτι. Έτσι βρέθηκα σε ένα καινούργιο άχαρο και τρομακτικό. Κάτι κίτρινες μπογιές μουντζούρωναν τους κορμούς των δέντρων. Όλα ήταν διαφορετικά και περίεργα.
Η διάθεσή μου για αλλαγή και ηρεμία με οδήγησαν σε κάτι διαφορετικό και ίσως επικίνδυνο. Αλλά ποιος δεν θα ήθελε να έχει διαφορετικές εμπειρίες από τις καθημερινές;
Βέβαια, για μένα οι εμπειρίες σταμάτησαν όταν ξαφνικά έπεσα σε μια βαθιά τρύπα που ήταν τελείως απρόβλεπτη στη μέση του πουθενά. Ήταν τόσο βαθιά που ίσα ίσα που διέκρινα τα δέντρα που υπήρχαν πάνω. Παιδευόμουν πολύ ώρα για να βγω ώσπου στο τέλος αποκοιμήθηκα. Το παράξενο ήταν ότι όταν ξύπνησα τρανταζόμουν ολόκληρος, μα ούτε που κουνιόμουν. Να, κάτι τέτοια σκέφτομαι μερικές φορές και χάνω το μυαλό μου. Μια φαντασίωση αλλά με μεγάλη διάρκεια για να είναι απλώς φαντασίωση! Ξαφνικά ανοίγει από πάνω μου ένα μαύρο πορτάκι και μου καρφώνεται ο ήλιος στα μάτια. Με μετέφεραν μέσα σε ένα κουτί σε ένα πανέμορφο χώρο. Ήταν ένα μικρό δασάκι με άφθονα βελανίδια και δροσερό κλίμα. Το μόνο ενοχλητικό ήταν κάτι φωτάκια που αναβόσβηναν συνεχώς.
Όταν πέρασε καιρός και κατάλαβα ότι αυτή θα είναι η ζωή μου από εδώ και πέρα, μέσα σε έναν περιορισμένο χώρο με πικρά βελανίδια και με τα, τώρα πια, ακόμη πιο εκνευριστικά φωτάκια, αρρώστησα.
Το μόνο που με παρηγορούσε και μου έδινε θάρρος ήταν η φροντίδα μιας κοπέλας που ερχόταν συχνά. Τις περισσότερες φορές μου μιλούσε με τις ώρες και ξεχνιόταν. Μάλλον ένιωθε και αυτή μόνη.
Χτες ήταν η τελευταία φορά που την είδα …

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου